- φυξίμηλα
- φυξίμηλα [pron. full] [ῐ] δένδρα, τά, treesA that have grown too large to be hurt by sheep ([etym.] μῆλα), A.Fr.447, cf. Plu.2.293a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυξίμηλα — that have grown too large to be hurt by sheep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυξίμηλος — ον, Α (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φυξίμηλα (ενν. δένδρα) δένδρα αρκετά ανεπτυγμένα ώστε να μην μπορούν τα πρόβατα να τά βλάψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» (πρβλ. δεξί μηλος, φερέ μηλος)] … Dictionary of Greek